- προκηρύττω
- προκηρύττω και προκηρύσσω, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, διαλαλώ, αναγγέλλω: Προκηρύχτηκαν βουλευτικές εκλογές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προκηρύσσω — ΝΑ και προκηρύχνω Ν και προκηρύττω Α διακηρύσσω, ανακοινώνω μέσω κήρυκα νεοελλ. αναγγέλλω επίσημα και δημόσια κάτι που πρόκειται να γίνει, ώστε να κάνουν οι ενδιαφερόμενοι τις απαραίτητες ενέργειες («προκηρύχθηκε διαγωνισμός για δέκα θέσεις… … Dictionary of Greek